- μισθώσιμος
- μισθώσιμος, -ον (Α) [μίσθωσις]1. αυτός ο οποίος μπορεί να μισθωθεί ή να καταβληθεί, να πληρωθεί2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μισθώσματα δημόσια κτήματα τα οποία παρέχονται αντί ενοικίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισθώσιμος — that can be hired masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθώσιμα — μισθώσιμος that can be hired neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυκληρώσιμος — ναυκληρώσιμος, ον (Α) 1. (για ακίνητα) μισθώσιμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + κατάλ. ώσιμος κατά το μισθώσιμος] … Dictionary of Greek
μισθωσιμαίος — μισθωσιμαῑος, α, ον (Α) [μισθώσιμος] μισθωτός, μισθωμένος … Dictionary of Greek